- ασβεστόφοβος
- –οβιολ.) (για φυτά) αυτός που δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε ασβεστούχα εδάφη (κουμαριά, καστανιά, μυρτιά κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. calciphobe < calci- < λατ. calx, calcis «άσβεστος» + -phobe < -φόβος). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ξένη επιστημονική ορολογία χρησιμοποιείται παράλληλα και ο όρος calcifuge (γαλλ.-αγγλ.) < calci- < λατ. calx, calcis + -fuge < λατ. fugio «φεύγω»].
Dictionary of Greek. 2013.